- μάχομαι
- (ΑM μάχομαι)1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε να γίνει κάτι ή να αποφευχθεί, μοχθώ, ασχολούμαι επίπονα (α. «μάχομαι για την επικράτηση τών ιδεών μου» β. «οἱ περὶ ταύτην τὴν ἐργασίαν ὄντες μάχονται χωρίζειν τὴν... μεμιγμένην», Αριστοτ.)3. φιλονικώ, λογομαχώ, μαλώνω, καβγαδίζωνεοελλ.1. (για σκέψεις ή αισθήματα) συγκρούομαι, αντιβαίνω, έρχομαι σε αντίθεση2. (σχετικά με φαγητά) επιθυμώ πολύ, μού αρέσεινεοελλ.-μσν.1. εχθρεύομαι κάποιον, αποστρέφομαι, μνησικακώ («μέ μάχεται από την αρχή τής σχολικής χρονιάς»)2. οργίζο μαι, τά βάζω με κάποιονμσν.1. αντιστέκομαι, προβάλλω ένοπλη αντίσταση2. έρχομαι σε ρήξη ή σε σύγκρουση3. προβάλλω αντιρρήσεις, εναντιώνομαι σε κάποιον4. καταπονώ, εξαντλώ, βασανίζω5. προσπαθώ να επιβληθώ σε κάποιον6. προσπαθώ να αντισταθώ σε κάποιον7. κατέχομαι από ταραχή, αγωνιώ8. υπερασπίζομαι κάποιον9. μτφ. (για ζώα) επιτίθεμαι βίαια, ορμώαρχ.1. αγωνίζομαι για να νικήσω σε αγώνα («οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι οὐδὲ παλαίσεις», Ομ. Ιλ.)2. καταβάλλω προσπάθειες εναντίον κάποιας δύναμης («ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται», Σιμων.)3. (για επιχειρήματα ή προτάσεις) βρίσκομαι σε αντίφαση, αλληλοσυγκρούομαι («ὁμολογήματα τρία μάχεται αὐτὰ αὐτοῑς ἐν τῇ ἡμετέρᾳ ψυχῇ», Πλάτ.)4. μέμφομαι κάποιον5. φρ. «τὸ μήπω μεμαχημένον» — το μέρος τού στρατεύματος το οποίο δεν είχε ακόμη μετάσχει στη μάχη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάχομαι είναι ένας θεματικός ενεστ., αβέβαιης ετυμολ., σχηματισμένος πιθ. από το θέμα ενός αορ. ἐμαχόμην (πρβλ. ἀπεχθήσομαι - ἀπεχθόμην). Ο αόρ. ἐμαχεσάμην, μαχέ(σ)σασθαι είναι σπάνιος και ανερμήνευτος ως προς τη δομή του. Ο σπάνιος τ. ενεστ. μαχέομαι είναι σχηματισμένος κατά τον μέλλ. μαχήσομαι (πρβλ. ποιοῦμαι - ποιήσομαι), ενώ ο μέλλ. μαχοῦμαι είναι επίσης δυσερμήνευτος. Η σύνδεση τού ρήματος με την αμάρτυρη ονομασία μιας ιρανικής φυλής *ha-mazan- «πολεμιστής, μαχητής» (πρβλ. Ἀμαζών, «ἀμαζακάρανπολεμεῖν», Ησύχ.) είναι αβέβαιη. Το ρ. εξάλλου έχει συνδεθεί αβάσιμα με τη λ. μάχαιρα* καθώς και με τους τ. μῆχαρ*, μηχανή* (πρβλ. χειρομάχα «εταιρεία εργατών»). Η σύνδεση του με λατ. mactō, -āre «σφάζω, θυσιάζω» είναι επίσης προβληματική, ενώ η σύνδεση του με αρχ. ινδ. makha- (βλ. λ. μάχλος) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, δεδομένου ὅτι ο αρχ. ινδ. τ. είναι αβέβαιης σημασίας. Το ρ. μάχομαι, τέλος, εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό ουσιαστικών και επιθέτων με τη μορφή -μαχος/-μάχος, από όπου τα παράγωγα σε -μαχία και τα ρήματα σε -μαχῶ. Τα παροξύτονα συνθ. σε -μάχος δίνουν ρηματική αξία στο β' συνθετικό (πρβλ. ναυ-μάχος «αυτός που μάχεται στη θάλασσα», ενώ ναύ-μαχος «αυτόν που αφορά η μάχη στη θάλασσα»). Επίσης υπάρχει και ένας μικρός αριθμός συνθ. ποιητικών σε -μάχης/ -μάχᾱς.ΠΑΡ. μάχη, μαχητής, μαχητός, μάχιμοςαρχ.μαχήμων, μαχικός.ΣΥΝΘ. (β' συνθετικό) αντιμάχομαι, διαμάχομαι, συμμάχομαιαρχ.αμφιμάχομαι, αναμάχομαι, απομάχομαι, εμμάχομαι, επιμάχομαι, καταμάχομαι, περιμάχομαι, προμάχομαι, προσμάχομαι, συνδιαμάχομαι, υπερμάχομαι.Σύνθ. σε -μάχης /-μάχᾱς: αρχ. αναιδομάχας, απειρομάχας, εγερσιμάχας, ενδομάχας, ευθυμάχης, θηριομάχης, κεραυνομάχης, λεοντομάχας, λιμνομάχης, μαραθωνομάχης, μονομάχης, νικομάχας, οδοντομάχης, οπλομάχης, οφιομάχης, πεζομάχης, ριγομάχης, ταχυμάχης, τειχομάχης, φαλαγγομάχης.Σύνθ. σε –μαχία: αερομαχία, αλληλομαχία, αψιμαχία, βατραχομυομαχία, γιγαντομαχία, ελεφαντομαχία, επιμαχία, θηριομαχία, ιππομαχία, κενταυρομαχία, λογομαχία, μονομαχία, ναυμαχία, οπλομαχία, πεζομαχία, πυγμαχία, ραβδομαχία, σκιαμαχία, συμμαχία, ταυρομαχία, τειχομαχία, τιτανομαχίααρχ.αγκυλομαχία, αδικομαχία, Αμαζονομαχία, ανεμομαχία, γερανομαχία, γνωσιμαχία, δουλομαχία, ευθυμαχία, ζυγομαχία, ημερομαχία, θεομαχία, θηρεαμαχία, θηρομαχία, θυμομαχία, κωρυκομαχία, μαχαιρομαχία, μηλομαχία, μυομαχία, νησομαχία, νυκτομαχία, οικομαχία, παμμαχία, σκιομαχία, συμβαλλομαχία, σφαιρομαχία, τριχομαχία, φωνομαχία, χειρομαχία, ψαρομαχία, ψυχομαχίανεοελλ.αδελφομαχία, αεροναυμαχία, αλεκτορομαχία, αρματομαχία, δρακοντομαχία, εικονομαχία, θαλασσομαχία, κοκορομαχία, κονταρομαχία, λογχομαχία, ξιφομαχία, τοπομαχία, φυγομαχία.Σύνθ. σε -μάχος /-μαχος: αγχέμαχος, άμαχος, αντίμαχος, αξιόμαχος, απόμαχος, επίμαχος, θαλασσομάχος, θεομάχος, θηριομάχος, ισόμαχος, μαραθωνομάχος, μονομάχος, ναυμάχος, πεζομάχος, πρόμαχος, πυγμάχος, σκιαμάχος, σύμμαχος, υπέρμαχος, φιλόμαχοςαρχ.αγχίμαχος, αγκυρόμαχος, αδικόμαχος, αελλομάχος, αιρεσιομάχος, ανδρομάχος, αοιδομάχος, απρόσμαχος, αριστερομάχος, αριστομάχος, αψίμαχος, βιαιομάχος, βουλόμαχος, βρισόμαχος, δορίμαχος, δορύμαχος, δυσμάχος, δυσπρόσμαχος, εκατονταμάχος, ελεφαντομάχος, ευθυμάχος, εύμαχος, θρασύμαχος, θυραμάχος, ιμαντομάχος, ιππομάχος, καλλίμαχος, κλαυσίμαχος, κορυνομάχος, κρατησίμαχος, κυπελλομάχος, λάμαχος, λεοντομάχος, λυσίμαχος, ναύμαχος, ονοματομάχος, οπλομάχος, οφιομάχος, πάμμαχος, πολύμαχος, πρωτόμαχος, πυλαιμάχος, πυργομάχος, πυρίμαχος, πυρομάχος, πωλομάχος, ριγομάχος, ροπαλομάχος, σκοροδομάχος, σκορπιομάχος, συμβαλλομάχος, σφαιρομάχος, τειχομάχος, τηλέμαχος, φυγόμαχος, χειρομάχος, χριστομάχος, ωκυμάχοςνεοελλ.αετομάχος, ακριδομάχος, απειρόμαχος, εικονομάχος, ελληνομάχος, εμπειρόμαχος, μακεδονομάχος, ξιφομάχος, ξωμάχος, παλαίμαχος, παραδομάχος, πυρίμαχος, ταυρομάχος, χερομάχος, χριστιανομάχος.
Dictionary of Greek. 2013.